Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἱ παρακαθήμενοι

См. также в других словарях:

  • παρακαθήμενοι — παρά κάθημαι to be seated perf part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»