-
1 παρακαθήμενοι
παρά-κάθημαιto be seated: perf part mid masc nom /voc pl -
2 παρακαθημαι
1) сидеть рядом(τινι Arph., Thuc.)
οἱ παρακαθήμενοι Plat. — сидевшие рядом, т.е. присутствовавшие2) быть расположенным рядом(στρατόπεδα παρακαθήμενα Polyb.)
-
3 παρακάθημαι
A to be seated beside or near, τινι Ar.Ra. 1492, Th.6.13: abs., Pl.Cri. 43b;οἱ παρακαθήμενοι Id.Prt. 320c
, al.; of passengers in a ship, GDI 3835 ([place name] Rhodes).2 of an army, encamp beside, Plb.9.11A.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακάθημαι
См. также в других словарях:
παρακαθήμενοι — παρά κάθημαι to be seated perf part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… … Dictionary of Greek